Θέλγητρο
Η ελκτική δύναμη που διαθέτει και που ασκεί κάποιος, γοητεία.
Λόγια λέξη. Προέρχεται από το θέλγητρον της αρχαίας, παράγωγο του θέλγω, ρήματος που χρησιμοποιείται «επί πασών των διά της επαφής γινομένων ενεργειών: γοητεύω, παγιδεύω, καταδαμάζω, χαυνώνω, ναρκώνω, αποκοιμίζω, ημερώνω διά φαρμάκων, μαγικών ποτών ή ασμάτων, εξαπατώ, πλανώ τινά με δόλον, τυφλώνω».
------------------------------------------------------------------
Βλέμμα
Η στροφή (και προσήλωση) των ματιών σε κάποιον ή κάτι και ο τρόπος με τον οποίο κοιτά κανείς, η έκφραση των ματιών του.
Ετυμολογείται από το ρήμα της αρχαίας βλέπω (= έχω την ικανότητα της όρασης, κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου, την προσοχή μου σε κάτι).
Από την ίδια ρίζα η βλεφαρίς και το βλέφαρον.
Στην αρχαία ελληνική, το βλέπος ή βλέμμα = ματιά, το κοίταγμα, η έκφραση των οφθαλμών.
------------------------------------------------------------------
Έλξη
Η αρχαία έλξις ετυμολογείται από το ρήμα έλκω (= σύρω, τραβώ).
Στην Φυσική: δύναμις εφελκύουσα τα φυσικά σώματα εις επαφήν μεταξύ των ή συγκρατούσα εν επαφή τα υλικά μόρια των σωμάτων.
Μεταφορικά: η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να προσελκύει, η σαγήνη, η γοητεία.
------------------------------------------------------------------
Χάδι
Μεσαιωνική λέξη: χάδιν < ηχάδιν < ηχάδιον (= τραγουδάκι, κανάκεμα), υποκοριστικό του ήχος, «λέξις της παλαιάς μουσικής, την οποίαν αναφέρει ο Κ. Πορφυρογέννητος: … τα ηχάδια ταύτα ψάλλονται εισέτι, ως γνωστόν, και εν τοις εκκλησιαστικοίς ημών ύμνοις τώτε Χερουβικώ και Κοινωνικώ».
Ελαφρύ, τρυφερό άγγιγμα της παλάμης ή και των δακτύλων, ως εκδήλωση συναισθημάτων στοργής και αγάπης, φιλοφρόνηση – σημασία ήδη μεσαιωνική.
------------------------------------------------------------------
Πόθος
Αρσενικός και θηλυκός: ο πόθος και η ποθή.
Λαχτάρα, έντονη επιθυμία, που γεννιέται κυρίως από την έλλειψη (απώλεια ή απουσία) κάποιου.
Χαρακτηριστική η ομολογία του Εύμαιου στον αγνώριστο ακόμη Οδυσσέα: αλλά μ’ Οδυσσήος πόθος αίνυται (Όμηρος).
------------------------------------------------------------------
Πάθος
Λέξη της αρχαίας ελληνικής. Ετυμολογείται από το ρήμα πάσχω (= νοσώ, υποφέρω)
Αρχική σημασία: νόσημα, συμφορά, δυστύχημα, «συμβεβηκός λυπηρόν και εναντίον», ισχυρό αίσθημα που κυριαρχεί στη συνείδησή μας ώστε να μην ελέγχεται από την κρίση μας, ενέργεια «καθ’ ην η ψυχή εν ανελευθέρω, πάσχουση καταστάσει ευρίσκεται».
------------------------------------------------------------------
Εξομολόγηση
Εμπιστευτική γνωστοποίηση των μύχιων σκέψεων ή αισθημάτων κάποιου, πλήρης ομολογία.
Ελληνιστική λέξη (εξομολόγησις), ετυμολογείται από το ρήμα εξομολογούμαι (< εκ/εξ + ομολογώ/-ούμαι < ομού + λέγω) = ομολογώ τι φανερώς χωρίς να το κρύψω.
------------------------------------------------------------------
Φιλί
Μεσαιωνική λέξη.
Στην αρχαία λέγεται φίλημα, ασπασμός ή καταγλώττισμα (<κατά + γλώττα), δηλ. «φίλημα σφικτόν και ερωτικόν».
Ετυμολογείται από το φιλείν, απαρέμφατο του ρήματος της αρχαίας ελληνικής φιλέω –ώ (= αγαπώ).
Από την ίδια ρίζα, το φίλτρον, «μαγικό μέσον ή μαγικό φάρμακον διεγείρον τον έρωτα ή διατηρούν ή επαναφέρον αυτόν», ελιξίριο.
Παροιμία: ανάρια ανάρια / αγάλι αγάλι το φιλί για να ‘χει νοστιμάδα.
------------------------------------------------------------------
Έρως
ο έρως: λέξη της αρχαίας.
Από την αιτιατική πτώση της (τον έρωτα) σχηματίστηκε ο μεσαιωνικός και νεότερος έρωτας: σφοδρή έλξη, σαρκική επιθυμία που πλήττει την καρδιά: έρως φρένας αμφεκάλυψεν (Όμηρος) = έρωτας κυρίευσε την καρδιά του.
Ετυμολογείται από το ρήμα της αρχαίας έραμαι, που σημαίνει ποθώ, επιθυμώ.
Από την ίδια ρίζα, ο ερατός (= αγαπητός, προσφιλής) και ο ερατινός (= ο αρεστός, ευχάριστος)
_________________ Load
Save
Delete
|