Quote:
Αργύρης Μπακιρτζής
Ένας εκ των τριών πρωταγωνιστών της ταινίας Ας περιμένουν οι γυναίκες
ΣΕ ΔΕΚΑ ΛΕΠΤΑ ΞΕΚΙΝΑΜΕ Ή ΞΕΚΙΝΑΜΕ ΑΜΕΣΩΣ...
Πώς προέκυψε κι έγινες ηθοποιός;
Ο Σταύρος Τσιώλης μου πρότεινε να παίξω στην ταινία του Έρωτας στη Χουρμαδιά, όπου του αρνήθηκα βέβαια αρχικά, του είπα "αποκλείεται". Μετά όμως κάναμε ένα δοκιμαστικό, για να τον πείσω ότι δεν έκανα, ότι ήμουν ο πιο ακατάλληλος, και πράγματι πείστηκε. Τέσσερις μήνες αργότερα μου τηλεφώνησε, ήταν την προηγούμενη μέρα της επιστροφής μου στη δουλειά μου, μετά Από δίχρονη εκπαιδευτική άδεια, και μου λέει: κατέβα αύριο, αρχίζουμε τα γυρίσματα. Κι εγώ κατέβηκα... Κι αρχίσαμε τα γυρίσματα.
Και μετά ακολούθησαν και οι άλλες ταινίες του Τσιώλη.
Ναι, μετά τον Έρωτα στη Χουρμαδιά, το Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε, μετά Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά και τώρα το Ας περιμένουν οι γυναίκες.
Ξέρεις πότε γεννήθηκε η ιδέα της τελευταίας ταινίας;
Ήταν μια ιστορία που την έχουμε πει πριν Από πολλά χρόνια. Σε ένα ταξίδι προς την Καβάλα, όπου βρισκόμουν εγώ, ο Τσιώλης μαζί με τον Βακαλόπουλο, περνώντας Από τη Βόλβη, κάτι είδαν, κάτι είπαν, κι αμέσως ο Τσιώλης σκάρωσε την πρώτη μορφή του σεναρίου. Μόλις έφτασαν στην Καβάλα μου είπαν την ιστορία. Από τότε μιλήσαμε πολλές φορές γι' αυτήν, γιατί πάντα μιλάμε για σενάρια, δηλαδή ο Τσιώλης μιλάει βασικά...
Και η αρχική ιδέα ποια ήταν;
Η αρχική ιδέα ήταν δύο μπατζανάκια, σιδεράδες στο επάγγελμα, Από τη Θεσσαλονίκη, πηγαίνουν στις οικογένειές τους στη Θάσο και στο δρόμο "σκοντάφτουν" σε κάτι σουηδέζες. Οι σουηδέζες προέκυψαν αρχικά γιατί εγώ σχετίζομαι με διάφορους επιστήμονες και καλλιτέχνες Από τη Σουηδία, που έρχονται στην Καβάλα για "διακοπές εργασίας", προσκεκλημένοι του Σουηδικού Ινστιτούτου, που ο διευθυντής του είναι φίλος μου, και τους ξεναγώ, κάνουμε παρέα κτλ. Σκεφτήκαμε λοιπόν να αξιοποιήσουμε αυτούς τους φίλους και φίλες και να χρησιμοποιήσουμε μερικά κορίτσια Από τη Σουηδία για να γλιτώσουμε και μερικά έξοδα.
Τι άλλαξε στην τελική μορφή του σεναρίου;
Προστέθηκε και ο τρίτος μπατζανάκης και μαζί του και η κόντρα μεταξύ βορειοελλαδιτών και χαμουτζήδων.
Πώς ξέρει ο Τσιώλης για τα αισθήματα που τρέφουμε εμείς εδώ για τους χαμουτζήδες, αφού είναι και ο ίδιος χαμουτζής και μάλιστα πελοποννήσιος;
Δεν ξέρω, απλώς έχει μια ιδέα γι' αυτό, όπως όλοι μας έχουμε ιδέες για διάφορα πράγματα χωρίς να τα γνωρίζουμε (γέλια). Δεν είναι περίεργο όμως ότι χρησιμοποιεί συνέχεια Μακεδόνες ηθοποιούς, όπως εμένα, όπως τη Δώρα Μασκλαβάνου, που είναι Από την Καβάλα; Στην προηγούμενη ταινία του χρησιμοποίησε σαν αστυνομικό διευθυντή Πελοποννήσου τον κ. Καλτσίδη, μέλος των Ροξ, Από τη Θεσσαλονίκη. Γιατί χρησιμοποιεί Μακεδόνες για να παίξουν ρόλους βέρων Πελοποννήσιων; Ίσως αισθάνεται ότι οι Πελοποννήσιοι δεν είναι γι' αυτόν επαρκείς για τους ρόλους.
Που έγιναν τα γυρίσματα και πόσο κράτησαν;
Έγιναν στα Λουτρά της Νέας Απολλωνίας, στο Σταυρό, στην Καβάλα στο φινάλε, που κόπηκε ολόκληρο, στην Ασπροβάλτα και στο Πόρτο Καρράς στη Χαλκιδική. Κράτησαν γύρω στις 40 μέρες. Μερικοί στο τέλος των γυρισμάτων του Τσιώλη φτάνουν στα όρια νευρικής κρίσης Από την υπερένταση ή παθαίνουν νευρική κρίση κι εκεί τελειώνουν όλα. Ο σκηνοθέτης δείχνει ότι δεν μας αντέχει άλλο κι εμείς αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε πια να ανταποκριθούμε στα οράματά του. Πάντα ο Τσιώλης, τελειώνοντας τα γυρίσματα, νιώθει την ανάγκη να ξεκόψει απ' πλους, να τους μισήσει, γιατί αμέσως μετά κάνει το μοντάζ και θέλει να είναι αποστασιοποιημένος συναισθηματικά Από τα πρόσωπα.
Ποια είναι η πιο χαρακτηριστική ατάκα που λες σ' αυτήν την ταινία;
"Σε δέκα λεπτά ξεκινάμε ή ξεκινάμε αμέσως". Την σκεφτόμουν καμιά φορά αυτή την ατάκα και ως τίτλο της ταινίας.
Συνέντευξη: Σωτήρης Ζήκος